- δυναστικός
- η , ό[ν]1) династический; 2) см. δυναστευτικος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δυναστικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστικός — ή, ό (AM δυναστικός, ή, όν) [δυνάστης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον δυνάστη ή στη δυναστεία νεοελλ. βασιλικός μσν. βίαιος, καταναγκαστικός αρχ. αυθαίρετος … Dictionary of Greek
δυναστικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με το δυνάστη ή τη δυναστεία: Ο λαός αντέδρασε στη δυναστική του εξουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυναστικώτερον — δυναστικός of adverbial comp δυναστικός of masc acc comp sg δυναστικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστικῶν — δυναστικός of fem gen pl δυναστικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστικόν — δυναστικός of masc acc sg δυναστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστικαί — δυναστικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστικοῖς — δυναστικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστικοί — δυναστικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστικοῦ — δυναστικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναστικούς — δυναστικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)